υποδερμικός

υποδερμικός
η , ό[ν] см. υποδόριος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υποδερμικός" в других словарях:

  • υποδερμικός — ή, ό αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από το δέρμα, ο υποδόριος: Υποδερμικός ιστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποδερμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από το δέρμα 2. φρ. «υποδερμική ένεση» ιατρ. υποδόρια ένεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδερμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ.Α. Μαυροκορδάτο] …   Dictionary of Greek

  • υποδόριος — α, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από το δέρμα (τη δορά), κάτω από την επιδερμίδα, ο υποδερμικός: Υποδόριος ιστός. – Υποδόριες ενέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»